διάρροια

διάρροια
Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις (χολέρα, δυσεντερία κλπ.) και τις δηλητηριάσεις, η δ. αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων άλλων οργάνων του πεπτικού συστήματος, λοιμωδών νόσων, όπως η φυματίωση, η μηνιγγίτιδα κ.ά., ή νευρώσεων. Αποδίδεται σε κακή ποιότητα ή σε υπερβολική πρόσληψη τροφής (δηλητηριάσεις), σε λοιμογόνους παράγοντες, σε τοπικές εξελκωτικές επεξεργασίες ή φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, σε νεοπλάσματα κλπ. Οι πρωταρχικές αυτές αιτίες προκαλούν την αραίωση του εντερικού περιεχομένου, τη συσσώρευση υγρού στον εντερικό σωλήνα ή την επιτάχυνση της προώθησης του περιεχομένου του, καταστάσεις οι οποίες αποτελούν τις κλασικές διαδικασίες ανάπτυξης της δ. Η θεραπεία της δ. πραγματοποιείται με την καταπολέμηση της βασικής ασθένειας, την ενυδάτωση και τη χορήγηση θεραπευτικής διατροφής, αντιλοιμωδών και στυπτικών φαρμάκων ή ενζύμων. Στα βρέφη η δ. μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε σοβαρή αφυδάτωση.
* * *
η (AM διάρροια)
συχνές κενώσεις με υδαρή κόπρανα
αρχ.
ακράτεια ούρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαρροίᾳ — διαρροίᾱͅ , διάρροια flowing through fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — flowing through fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροια — η (ιατρ.), η ευκοιλιότητα: Πονούσε η κοιλιά του και είχε διάρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαρροίας — διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem acc pl διαρροίᾱς , διάρροια flowing through fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροιῶν — διάρροια flowing through fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίαις — διάρροια flowing through fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίης — διάρροια flowing through fem gen sg (epic ionic) διαρρέω flow through pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃ — διάρροια flowing through fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρροίῃσι — διάρροια flowing through fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρροιαι — διάρροια flowing through fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”