- διάρροια
- Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους.
Εκτός από τις εντερικές παθήσεις (χολέρα, δυσεντερία κλπ.) και τις δηλητηριάσεις, η δ. αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων άλλων οργάνων του πεπτικού συστήματος, λοιμωδών νόσων, όπως η φυματίωση, η μηνιγγίτιδα κ.ά., ή νευρώσεων. Αποδίδεται σε κακή ποιότητα ή σε υπερβολική πρόσληψη τροφής (δηλητηριάσεις), σε λοιμογόνους παράγοντες, σε τοπικές εξελκωτικές επεξεργασίες ή φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, σε νεοπλάσματα κλπ. Οι πρωταρχικές αυτές αιτίες προκαλούν την αραίωση του εντερικού περιεχομένου, τη συσσώρευση υγρού στον εντερικό σωλήνα ή την επιτάχυνση της προώθησης του περιεχομένου του, καταστάσεις οι οποίες αποτελούν τις κλασικές διαδικασίες ανάπτυξης της δ.
Η θεραπεία της δ. πραγματοποιείται με την καταπολέμηση της βασικής ασθένειας, την ενυδάτωση και τη χορήγηση θεραπευτικής διατροφής, αντιλοιμωδών και στυπτικών φαρμάκων ή ενζύμων. Στα βρέφη η δ. μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε σοβαρή αφυδάτωση.
* * *η (AM διάρροια)συχνές κενώσεις με υδαρή κόπρανααρχ.ακράτεια ούρων.
Dictionary of Greek. 2013.